-
1 νειρός
См. также в других словарях:
νειρός — (I) νειρός, ά, όν (Α) 1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά η νείαιρα*, το υπογάστριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)]. (II) νειρός, ά, όν (Α) ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek